Η εθιστική ενέργεια των Imam Baildi
Ήταν 2007 όταν δύο αδέρφια, ο Λύσανδρος και ο Ορέστης Φαληρέας αποφάσισαν να στήσουν μία μπάντα, περισσότερο ως πείραμα, για να τη δουν επτά χρόνια μετά να κάνει ένα ολόκληρο Θέατρο Βράχων να πάλλεται και να χορεύει με τραγούδια που «κάτι θυμίζουν από παλιά». Όσοι ήμασταν εκεί, στις 14 του περασμένου Ιούλη, δεν είχαμε καμία αμφιβολία. Οι Imam Baildi δεν είναι πια άλλη μία μπάντα. Είναι μία σταθερή αξία. Η εξέλιξη τους, βέβαια, κάθε άλλο παρά μη αναμενόμενη ή ξαφνική ήταν. Άλλωστε, εκτός από τις συνεργασίες με ετερόκλητους εγχώριους καλλιτέχνες (από τη Γλυκερία και τον Εισβολέα, μέχρι την Ελεονώρα Ζουγανέλη), έχουν εμφανιστεί και εκτός συνόρων, σε Ευρώπη και Αμερική, δίνοντας στο κοινό του εξωτερικού «μία γεύση από το παλιό ελληνικό τραγούδι».
Η συνάντηση της Popaganda με τα δύο αδέρφια έγινε ένα ηλιόλουστο πρωινό του τελευταίου μήνα της χρονιάς στον Πειραιά, στο φρεσκότατο Passport Art, λίγο πιο μακριά από το Passport, εκεί όπου εμφανίζονται κάθε Σάββατο. Λίγο πριν τη δύση του 2014, έχουν κάθε λόγο να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Κυκλοφόρησαν το τρίτο album τους (Imam Baildi III), η μουσική τους ταξίδεψε από τον Καναδά μέχρι τη Γερμανία και όσοι τους έχουν παρακολουθήσει ζωντανά μόνο λόγια αγάπης μπορούν να ξεστομίσουν.
Η ιδιαιτερότητα του συγκροτήματος έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η μουσική του Χιώτη και του Τσιτσάνη εντάσσεται σε ένα νεότερο πλαίσιο. Όπως λένε και οι ίδιοι «κάνουμε ακριβώς τη μουσική που θέλουμε, που μας αρέσει και έχει πάντα αναφορά στο παλιό ελληνικό τραγούδι». Τα πρώτα ακούσματα του καθένα διέφεραν μιας και μεγάλωσαν σε διαφορετικά σπίτια. Ο Λύσανδρος φυσικά θυμάται την αγάπη της μητέρας του για τον Paolo Conte – ο ίδιος θα τη συμμεριζόταν όταν πια θα είχε μεγαλώσει. Από την άλλη, στον Ορέστη αρέσει περισσότερο το κλασικό ροκ και ο Bruce Springsteen.
Το ρεμπέτικο μπήκε σχεδόν ταυτόχρονα στη ζωή και των δύο. Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο πώς κάθε γενιά, ιδιαίτερα στα φοιτητικά χρόνια, περνά αμέτρητα βράδια στα ρεμπετάδικα και τραγουδάει δυνατά τα τραγούδια περασμένων δεκαετιών. Οι ίδιοι κάθε φορά που φτάνουν στο σημείο να «πειράξουν» ένα τραγούδι, κάθε άλλο παρά βεβιασμένα το κάνουν. «Θα θέλαμε να βρισκόμασταν στο μυαλό του Τσιτσάνη για παράδειγμα, ή του Χιώτη, πώς έγραφε αυτές τις νότες, τι σκεφτόταν, πώς έφτιαχνε και έχτιζε το τραγούδι. Όχι να παίξουμε μαζί τους, απλά μία μέρα στο μυαλό τους, μία μέρα κατά προτίμηση δημιουργική». Για το Λύσανδρο, μόνο και μόνο η ανακάλυψη κάποιου τραγουδιού μπορεί να σταθεί καθοριστική. «Έστω και αν κάτσεις να παίξεις ένα παλιό κομμάτι, χωρίς να κάνεις τίποτα άλλο, μερικές μέρες μετά θα έχεις μία ιδέα που θα έχει προκύψει μόνο από το ότι έπαιξες κάποιο παλιό ελληνικό κομμάτι. Εμάς τουλάχιστον μας προκαλεί αυτό το πράγμα, είναι ένας καταλύτης της δημιουργίας». Δεν το βλέπουν ως περιορισμό στη δημιουργικότητά τους. Ο παλιός ήχος είναι το καύσιμό τους. Ακόμη και τα δικά τους τραγούδια, αυτόν πλησιάζουν.
Στον τελευταίο τους δίσκο, το τελευταίο τραγούδι που προστέθηκε, είναι το «Μυστήριο», η αρκετά απρόσμενη συνεργασία τους με τον Εισβολέα. «Στην πραγματικότητα ήταν το πρώτο τραγούδι που κάναμε μετά τον πρώτο μας δίσκο, το 2008 δηλαδή, αλλά μας πήρε πολύ καιρό μέχρι να βρούμε πώς να το χρησιμοποιήσουμε. Είχαμε κάνει επτά διαφορετικές εκδοχές αλλά δεν είχε κάτσει. Με τον Εισβολέα έδεσε, γι’ αυτό και μπήκε. Απλά όταν νιώθουμε ότι δεν έχουμε κάτι να προσφέρουμε, τα αφήνουμε».
Με αυτόν τον τρόπο, ο πειραγμένος «Πασατέμπος» του Χιώτη φτάνει να ακούγεται σε καλά κρυμμένα μπαρ της Κωνσταντινούπολης, σε πολυσύχναστα καφέ της Λισαβόνας, μεταξύ άλλων. «Συχνά μας λένε όχι πως τους μάθαμε κάποιο κομμάτι αλλά ότι τους θυμίζουμε τα παλιά κομμάτια ή ότι τους βάζουμε στη διαδικασία να μάθουν και να ακούσουν περισσότερα πράγματα. Από την άλλη επειδή μας ρωτάνε σχετικά με αυτό, δεν είναι ο στόχος μας, δηλαδή δεν το βλέπουμε σαν μια διδακτική διαδικασία, “να αναβιώσουμε το παλιό τραγούδι”», μου εξηγεί ο Λύσανδρος.
Η σχέση τους με το εξωτερικό όμως ξεκίνησε πριν καν κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα τον πρώτο τους δίσκο. Γύρω στο 2004 έβγαλαν στην Αγγλία «ένα δισκάκι με mash up με ρεμπέτικα και Jay Z που είχε βάλει μέσα ο Ορέστης» ενώ ουσιαστικά η πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση έγινε τρία χρόνια αργότερα επί γαλλικού εδάφους, σε μια φάση οργανωμένη από έναν φίλο του Ορέστη. Ο ίδιος φίλος ήταν και εκείνος που ανέλαβε πρώτος την προώθηση τους στον διαδικτυακό κόσμο. «Υπήρχε ένα MySpace που είχε κάνει γι’ αυτό τον δίσκο ενώ βρισκόταν στην Κίνα για δουλειά. Μετά εμείς σαν Imam Baildi είχαμε φτιάξει δικό μας MySpace, πιο επίσημο και δεν ασχολούμασταν με το άλλο. Μάλιστα θέλαμε να το σβήσουμε γιατί έβγαινε πιο ψηλά στις αναζητήσεις του google επειδή είχε φτιαχτεί πρώτα και δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε. Κάποια στιγμή λοιπόν μας στέλνει ένα mail πως κάποιος, δύο μήνες νωρίτερα, είχε στείλει ένα μήνυμα ότι ενδιαφερόταν να παίξουμε στο Roskilde, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και παραλίγο να μην το μαθαίναμε καν», θυμούνται. Μόλις έκλεισαν την εμφάνιση πάντως, κατάφεραν να σβήσουν και το λογαριασμό, με εντολές που ήταν μόνο στα κινέζικα.
Πηγή: Popaganda.gr